πριόνωψ

πριόνωψ
ο, Ν
ζωολ.
γένος ωδικών πτηνών τής Αφρικής, νότια τής Σαχάρας, με 9 είδη χαρακτηριζόμενα από ένα λοφίο που πέφτει μπροστά, τα οποία ανήκουν στην τάξη στρουθιόμορφα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”